Κυριακή 29 Μαρτίου 2009

Να τα πούμε;

Πάνε πολλά χρόνια από τότε… Πρέπει να ήμουν στα 13… Πρώτη Γυμνασίου πήγαινα…

Με το φίλο μου το Δημητράκη, περιμέναμε πως και πως τα Χριστούγεννα, για να πάμε να πούμε τα κάλαντα!

Εκείνη τη χρονιά ήμασταν πρωτοποριακοί. Είχα «βγάλει» τα κάλαντα στη μελόντικα, τα είχα μάθει και σ’ εκείνον και η μικρή ορχηστρούλα ήταν έτοιμη. Ένας τη μελωδία και ο άλλος στα φωνητικά!

Στις έξι το πρωί πήγα και τον πήρα από το σπίτι του στην Αλκαμένους.

Νύχτα ήταν και έκανε παγωνιά θυμάμαι…

Αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε από την Αχαρνών, από τις πολυκατοικίες με τις μεγάλες βεράντες στον Άγιο Παντελεήμονα. Φανταζόμασταν ότι έμεναν πλούσιοι εκεί και θα έδιναν γερό φιλοδώρημα!

Χτυπήσαμε ένα κουδούνι στην τύχη… Τίποτε… Μετά δεύτερο, τρίτο… Κάποιος ρώτησε ποιος είναι.

«Κάλαντα, να τα πούμε;» είπαμε. Μας άνοιξε την εξώπορτα.

Ανεβήκαμε στις μύτες στον πέμπτο όροφο και τρέμοντας μην μας κυνηγήσουν που ήταν άγρια χαράματα, χτυπήσαμε δειλά το πρώτο κουδούνι… Κανείς…

Κατεβήκαμε στον τέταρτο… Στο πρώτο κουδούνισμα, ακούσαμε θόρυβο από μέσα… Η πόρτα άνοιξε και ένας αγουροξυπνημένος χοντρούλης κύριος με πιτζάμες εμφανίστηκε μπροστά μας…

«Να τα πούμε;» ρωτήσαμε με αγωνία…

«Πείτε τα» μας απάντησε και η ορχήστρα ξεκίνησε… Εμφανίστηκε και η γυναίκα του σε λίγο…

Ο χοντρούλης κύριος μας είπε ξαφνικά… «Σταματήστε, μισό λεπτό να φέρω κάτι και συνεχίζετε»…

Κοιταχτήκαμε με το Δημητράκη. Λες να φέρει κανένα δίκαννο, που σηκώσαμε την πολυκατοικία στο πόδι, σκεφτήκαμε…

Ο κύριος εμφανίστηκε μετά από λίγο με ένα παλιό μαγνητοφωνάκι στο χέρι. Από εκείνα τα παλιά Philips που έπαιρναν κασέτα και ηχογραφούσαν με ένα μικροφωνάκι…

«Παιδιά περάστε μέσα, θέλω να ηχογραφήσω τα κάλαντά σας. Είναι υπέροχα». Τα χάσαμε. Δεν περιμέναμε τέτοια αντίδραση!

Αφού μας ηχογράφησε, η γυναίκα του μας κέρασε δίπλες, κουραμπιέδες και μετά ο χοντρούλης κύριος μας έδωσε ένα κολλαριστό κατοστάρικο! Ακόμη το θυμάμαι…

Ένα μεγάλο χαμόγελο έσκασε στα χείλη μας… Πρέπει να ήταν η τυχερή μας μέρα!

Κατεβήκαμε στον τρίτο… Δεν χρειάστηκε να χτυπήσουμε πολλά κουδούνια… Η μελωδία από την μελόντικα, έκανε όλες τις πόρτες να ανοίγουν… Λέγαμε μία φορά τα κάλαντα και πέρναμε φιλοδωρήματα από όλο τον όροφο…!

Βγαίνοντας με ένα μεγάλο χαμόγελο από εκείνη την πολυκατοικία της Αχαρνών, πρέπει να είχαμε στην τσέπη 250 δραχμές! Πολλά λεφτά στα μάτια μας, τότε που το χαρτζιλίκι ήταν 10 δραχμές τη μέρα…

Συνεχίσαμε μέχρι τις 10 το πρωί. Μετά οι πόρτες δεν άνοιγαν εύκολα… Οι τσέπες του Δημήτρη, που ήταν ο ταμίας είχαν γεμίσει κέρματα και λίγα χαρτονομίσματα.

Η ιδέα μας για κάλαντα με μελόντικα είχε πετύχει. Ήταν πολύ πρωτότυπη. Όλοι μας υποδέχονταν με χαμόγελο και έκπληξη στα μάτια. Πραγματικά τους άρεσε η ιδέα μας. Πετάγαμε από χαρά. Δεν ήταν μόνο τα χρήματα, αλλά η χαρά που έβλεπες στα μάτια τους. Εκείνη η χαρά που έκανε εμάς ακόμη πιο χαρούμενους!

Έριξα την ιδέα.

«Πάμε στη δουλειά του πατέρα μου να τα πούμε και εκεί;».

Δεν θυμάμαι πώς πήγαμε, αλλά πήγαμε! Οδός Καποδιστρίου, κέντρο.

Έγινε το έλα να δεις. Θυμάμαι ακόμη τη στιγμή που είχαμε μαζέψει τόσα χρήματα που δεν είχαμε που να τα βάλουμε. Βρήκαμε ένα σακουλάκι και το γεμίσαμε μέχρι επάνω! Πρέπει να είχαμε μαζέψει πάνω από 5.000 δραχμές εκείνη τη μέρα!

Απολογισμός στο σπίτι του Δημήτρη.

Καθίσαμε στο κρεβάτι του και αδειάσαμε το σακουλάκι… Η μητέρα του τα έχασε!

«Πού βρήκατε καλέ τόσα λεφτά», φώναξε…

Της εξηγήσαμε και αρχίσαμε τη μοιρασιά… Περίπου 2.500 δραχμές έκαστος!

Σε λίγο έφυγα τρέχοντας για το σπίτι μου… Με χαμόγελο μέχρι τα αυτιά…

Δεν θυμάμαι πραγματικά τι έκανα όλα εκείνα τα χρήματα… Νομίζω πως ψώνισα μερικά ρούχα και ένα παιχνιδάκι επιτραπέζιο και πήρα και ένα δώρο στους δικούς μου… Τα υπόλοιπα μάλλον τα φύλαξα για τις δύσκολες μέρες…

Εκείνη ήταν και η τελευταία φορά που βγήκα και είπα τα κάλαντα…

Ήταν τα Χριστούγεννα που γέμισε χαρά η καρδιά μου και φιλοδωρήματα η άδεια τσέπη εκείνου του παλιού ξεβαμμένου τζίν μου…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου